- κρυψιμιό
- το (Μ κρυψιμιό)νεοελλ.1. το κρυμμένο πράγμα2. η διάθεση τοποθέτησης τών αντικειμένων σε κρυφό μέρος ή η μη φανέρωση ορισμένων πραγμάτωνμσν.κρυμμένος θησαυρός.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρυψ- (πρβλ. ἔ-κρυψ-α, αόρ. τού κρύβω) + -ιμιό, ουδέτερο τού -ιμιός*].
Dictionary of Greek. 2013.